προθύραιος — αία, ον, θηλ. και ος, Α 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά στη θύρα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προθυραία προσωνυμία τής Αρτέμιδος 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ προθύραιος προσωνυμία τής Εκάτης 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προθύραια ο χώρος μπροστά από τη θύρα, τα… … Dictionary of Greek
προθυραίοις — προθύραιος before the door masc/neut dat pl προθύραιος before the door masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυραίου — προθύραιος before the door masc/neut gen sg προθύραιος before the door masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθύραια — προθύραιος before the door neut nom/voc/acc pl προθύραιος before the door neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθύραιε — προθύραιος before the door masc voc sg προθύραιος before the door masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυραία — προθυραίᾱ , προθύραιος before the door fem nom/voc/acc dual προθυραίᾱ , προθύραιος before the door fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυραίας — προθυραίᾱς , προθύραιος before the door fem acc pl προθυραίᾱς , προθύραιος before the door fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)